ὑπέρδεινος

ὑπέρδεινος
ὑπέρδεινος
exceedingly alarming
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπέρδεινος — ον, Α 1. πολύ φοβερός 2. πάρα πολύ επικίνδυνος 3. πάρα πολύ επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δεινός «φοβερός, τρομερός»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρδεινον — ὑπέρδεινος exceedingly alarming masc/fem acc sg ὑπέρδεινος exceedingly alarming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρδεινα — ὑπέρδεινος exceedingly alarming neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”